γαλιάντρα

γαλιάντρα
Στρουθιόμορφο πτηνό με γκρίζο φτέρωμα και δύο μαύρα στίγματα στις άκρες του στήθους, κάτω από τον λαιμό, με μελωδικό κελάηδημα. Η επιστημονική ονομασία του είναι κορυδαλλός ο κάλαντρος. Κατασκευάζει τη φωλιά του στο έδαφος και τα αβγά του έχουν γκρίζο, κιτρινοκόκκινο χρώμα με σταχτόχρωμα στίγματα. Η γ. τρέφεται με σπόρους, αλλά την περίοδο της επώασης και με έντομα. Η γαλιάντρα ζει κυρίως στις περιοχές της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
* * *
η
1. το πτηνό Κορυδαλλός ο κάλανδρος, η καλάνδρα
2. (για αοιδό) καλλίφωνος
3. ειρων. φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάλανδρος «είδος κορυδαλλού» ή < ιταλ. calandra < αρχ. κάλανδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαλιάντρα — η 1. τοπουλί κορυδαλλός. 2. μτφ., αυτός που μιλά ασταμάτητα, ο φλύαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλανδρος — ο (Α κάλανδρος) είδος κορυδαλλού, καλάνδρα*, γαλιάντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. νδρος (πρβλ. κορία νδρος, μαίαν νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • μελανοκόρυφος — η ζωολ. η γαλιάντρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”