- γαλιάντρα
- Στρουθιόμορφο πτηνό με γκρίζο φτέρωμα και δύο μαύρα στίγματα στις άκρες του στήθους, κάτω από τον λαιμό, με μελωδικό κελάηδημα. Η επιστημονική ονομασία του είναι κορυδαλλός ο κάλαντρος. Κατασκευάζει τη φωλιά του στο έδαφος και τα αβγά του έχουν γκρίζο, κιτρινοκόκκινο χρώμα με σταχτόχρωμα στίγματα. Η γ. τρέφεται με σπόρους, αλλά την περίοδο της επώασης και με έντομα.
Η γαλιάντρα ζει κυρίως στις περιοχές της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
* * *η1. το πτηνό Κορυδαλλός ο κάλανδρος, η καλάνδρα2. (για αοιδό) καλλίφωνος3. ειρων. φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάλανδρος «είδος κορυδαλλού» ή < ιταλ. calandra < αρχ. κάλανδρος].
Dictionary of Greek. 2013.